προκυνώ

προκυνώ
-έω, Α
(για κυνηγετικό σκυλί) γαβγίζω πριν από την ανεύρεση τού θηράματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κυνῶ «καταγλωττίζω, φιλώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”